- αυταρκως
- αὐτάρκως1) достаточно
(ἐκ τῶν εἰρημένων δέδεικται Sext.)
αὐ. ἔχειν Arst. = αὐταρκεῖν2) в довольстве(αὐταρκέστατα ζῆν Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐκ τῶν εἰρημένων δέδεικται Sext.)
(αὐταρκέστατα ζῆν Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αὐταρκῶς — αὐτάρκης sufficient in oneself adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτάρκης — ( ους), ες (AM αὐτάρκης, ες) [αρκώ] 1. αυτός που έχει αρκετά για τον εαυτό του χωρίς να περιμένει τίποτε από τους άλλους νεοελλ. ολιγαρκής, λιτός αρχ. μσν. επίρρ. αὐτάρκως σε αρκετό βαθμό, αρκετά αρχ. 1. αυτός που έχει αυτοπεποίθηση 2. ο αρκετά… … Dictionary of Greek
ԲՈՎԱՆԴԱԿ — ( ) NBH 1 506 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 11c ὄλος, ὀλόκληρος totus, integer Տ. ԲԱՒԱՆԴԱԿ. այսինքն Բոլոր, ողջոյն, ամբողջ, կատարեալ, համօրէն, ամենայն. ... *Եօթն եօթներորդս բովանդակ թուիցես. Ղեւտ. ՟Ի՟Գ. 15:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՇԱՏ — (ի, ից.) NBH 2 0466 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 13c, 14c ա. πολύς, πολλή, πολύ multus, a, um ἰκανός sufficiens, satis πλεῖστος plurimus. Բազում. յոլով. յոգն. եւ Յորդ. առատ. բաւական. յագեցուցիչ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)